- κατακοσμώ
- (AM κατακοσμῶ, -έω) [κατάκοσμος]στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.)αρχ.1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ.β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.)2. εφοδιάζω, εξοπλίζω («ὅπλοις... κατακεκοσμημένος», Ξεν.)3. επαναφέρω στην τάξη, ρυθμίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα(α)-* + κοσμῶ «στολίζω» (< κόσμος «τάξη»)].
Dictionary of Greek. 2013.